‘’ ΑΝΑΒΟΥΝΕ ΦΩΤΙΕΣ ΣΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ … ‘’
Πέρασε κι η παραμονή των γενεθλίων του Αϊ – Γιαννιού του Κλήδονα ,
το πανάρχαιο έθιμο από την εποχή του Ομήρου ακόμα ,
όπου ανάβαμε φωτιές σε όλες τις γειτονιές και τις πηδούσαμε μικροί και μεγάλοι .
Οι ανύπαντρες κοπέλες έβλεπαν μέσα από το αμίλητο νερό τον καλό τους , που θα γινόταν ο πατέρας των παιδιών τους .
Παραμονή προχτές το βράδυ έριξα μια ματιά έξω στην σημερινή μου γειτονιά , τίποτε , ησυχία , καμία κίνηση .
Τέτοια μέρα τέτοια ώρα στην παλιά την γειτονιά γινόταν οργασμός .
Από νωρίς όλοι οι νοικοκυραίοι είχαν βγάλει τα μαραμένα πρωτομαγιάτικα στεφάνια πάνω από τη κεντρική είσοδο του σπιτιού και τα είχαν συγκεντρώσει στο κέντρο του άχτιστου οικοπέδου των παιχνιδιών μας , απέναντι από το σπίτι μας στη Σπάρτης .
Η πιτσιρικαρία είχε αμοληθεί στις γειτονιές και μάζευε ότι μπορούσε να καεί .
Ξερά κλωνάρια από ακακίες από τις πολλές που ήταν γεμάτη η γειτονιά , μέσα στους κήπους των σπιτιών και στους δρόμους .
Αυτή την εποχή οι ανθισμένες ακακίες μοσχοβολούν με μια μυρωδιά που δεν μπορώ να ξεχάσω .
Όσα πανάκριβα αρώματα αν μου φέρεις δίπλα της να την συγκρίνω , η μυρωδιά της ανθισμένης ακακίας ενός ταπεινού δένδρου που φύτρωνε μόνο του παντού είναι αξεπέραστη .
Η εκστρατεία συλλογής των ξύλων ξεκινούσε νωρίς το πρωί από την Παρασκευοπούλου μέχρι την Ευζώνων και από την πάνω γραμμή του τραμ στην Κωνσταντινουπόλεως μέχρι την κάτω γραμμή στη θάλασσα .
Σκουπίζαμε στην κυριολεξία δρόμους , αυλές , φράκτες και ακόμα μέχρι κάτω στον μπαζωμένο Θερμαϊκό .
Ότι ξύλινο είχε απομείνει και πεταχτεί μαζί με τα μπάζα από τα αρχοντικά της Λεωφόρου των Εξοχών που είχαν κατεδαφιστεί θυσία στον βωμό της ανάπτυξης γινόταν προσάναμμα .
Παλιά καδρόνια , φράκτες ξύλινοι και ότι άλλο μπορούσε να φανταστεί κανείς , μαζευόταν νωρίς νωρίς το απόγευμα στο άχτιστο οικόπεδο και σχημάτιζαν ένα τεράστιο ξύλινο βουνό .
Για μια μέρα το οικόπεδο έπαυε να είναι ο τόπος του παιχνιδιού μας .
Σταματούσε το ποδόσφαιρο , η τσιλίκα τσομάκα , το τζαμί ,η μακριά γαϊδούρα , το κουτσό .
Η μέρα ήταν αφιερωμένη στο παμπάλαιο έθιμο της αρχής του Καλοκαιριού τον κλήδονα , την παραμονή των γενεθλίων του Αη Γιαννιού .
Μόλις σουρούπωσε δινόταν το σύνθημα και με ένα κουρέλι ποτισμένο σε οινόπνευμα άρχιζε η μυσταγωγία .
Ανάβαμε φωτιές όσο ποιο ψηλές και δυνατές μπορούσαμε και τις πηδούσαμε άφοβα μικροί και μεγάλοι κι ας τσουρουφλιζόμασταν και λίγο δεν πείραζε , όλα γινόταν για το καλό .
Κάθε γειτονιά είχε την δική της φωτιά .
Ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος , όποια γειτονιά έκανε την ψηλότερη και δυνατότερη φωτιά θα μπορούσε όλο τον χρόνο να υπερηφανεύεται γι αυτό .
Ήταν πολύ άσχημο να έσβηνε πρώτη η δική σου φωτιά και να αναγκαζόσουν , επειδή το έθιμο το έλεγε να πήγαινες να πηδήξεις την φωτιά της διπλανής γειτονιάς και μετά της επόμενης , μέχρι να σβήσουν όλες .
Ήμουν τυχερός από μια άποψη , γιατί όσο κρατούσε το έθιμο μέχρι αρκετά μεγάλος δηλαδή και δεν το σκότωσε ‘’ ανάπτυξη ‘’ , ήταν για μένα το σημάδι που μ΄ έκανε να μη ξεχνώ τα δικά μου γενέθλια .